- λουρίκι
- το-ιού (λ. λατ.), ο σιδερένιος θώρακας των Βυζαντινών στρατιωτών.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
λουρίκι — το (Μ λουρίκιον) μετάλλινος θώρακας τών Βυζαντινών στρατιωτών. [ΕΤΥΜΟΛ. Ο τ. λουρίκιον < λωρίκιον, με κώφωση < λατ. lorica «θώρακας»] … Dictionary of Greek
λωρίκιον — λωρίκιον, τὸ (AM, Μ και λωρίκιν και λουρίκι[ο]ν) μεταλλικός θώρακας. [ΕΤΥΜΟΛ. < λωρίκα < λατ. lorica «θώρακας»] … Dictionary of Greek